- δοξαστικῇ
- δοξαστικόςforming opinionsfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοξαστική — δοξαστικός forming opinions fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάγιος — α, ο / τρισάγιος, αγία, ον, ΝΜΑ φρ. «τρισάγιος αίνος» ή «τρισάγιος ύμνος» ο ύμνος Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το τρισάγιο(ν) σύντομη ακολουθία υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων, που τελείται στο σπίτι τού νεκρού… … Dictionary of Greek
АЛЕКСАНДР АФРОДИСИЙСКИЙ — АЛЕКСАНДР АФРОДИСИЙСКИЙ (Ἀλέξανδρος ὁ Ἀφροδισιεύς) (кон. 2 нач. 3 в. н. э.), комментатор Аристотеля, глава Перипатетической школы в Афинах ок. 198 209. А. первый в ряду античных комментаторов, наследие которого сохранилось в достаточно… … Античная философия
τρισαγιολογώ — έω, Μ εκφωνώ τη δοξαστική φράση Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισάγιον + λογῶ*] … Dictionary of Greek